πελεκηφόρος

πελεκηφόρος
πελεκ-ηφόρος, ,
A = πελεκοφόρος, ἀνήρ Eust. ad D.P.536.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πελεκηφόρος — ὁ, Μ βλ. πελεκυφόρος …   Dictionary of Greek

  • πελεκηφόρον — πελεκηφόρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκηφόρους — πελεκηφόρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκηφόρων — πελεκηφόρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκυφόρος — ο / πελεκυφόρος, ον και πελεκοφόρος, ὁ και πελεκηφόρος, ὁ, ΝΜΑ οπλισμένος με πέλεκυ νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η πελεκυφόρος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + φόρος*. Ο νεοελλ. τ. πελεκυφόρα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. pelecyphora] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”